«Εν ξέρω τι με συγκίνησε πιότερο, οι λεμονιές που 'ταν αντίκρυ μας, για η θέα του ίδιου του Πόρου, σαν ξάφνου κατάλαβα πως πλέαμε ανάμεσα στους δρόμους του.
Αν είναι ένα όνειρο που αγαπώ πιότερο από κάθε τι, είναι ν' αρμενίζω στην στεριά. Σαν φτάνεις στον Πόρο έχεις την αυταπάτη πως βλέπεις βαθύ όνειρο.
Ξάφνου η γη σε ζώνει απ' όλες τις μεριές και το βαπόρι στριμώχνεται σ' ένα στενό πέρασμα που δείχνει να μην έχει τέλος…»
(Χενρι Μιλλερ 1938)